Ακούμε πολλούς χριστιανούς να παραπονιούνται ότι συναντούν προβλήματα με τους συνανθρώπους τους. Νομίζουμε ότι κακώς στεναχωριούνται.
Θα μπορούσαμε να πούμε σε γενικές γραμμές ότι ο Θεός έχει δύο είδη παιδιών. Έχει παιδιά που Τον αναγνωρίζουν ως Πατέρα και αγωνίζονται να είναι υπάκουα και ευλογημένα παιδιά Του αλλά έχει και παιδιά που δεν Τον αναγνωρίζουν ως Πατέρα ή Τον αναγνωρίζουν μεν ως Πατέρα αλλά κατά τα άλλα αδιαφορούν για Αυτόν.
Επειδή ο Θεός αγαπά όλα τα παιδιά Του, πολλές φορές χρησιμοποιεί τα υπάκουα παιδιά ως “εργαλεία” βοήθειας των ανυπάκουων παιδιών. Σε εκείνες τις περιπτώσεις, η επαφή των υπάκουων παιδιών με τα ανυπάκουα παιδιά δημιουργεί στα υπάκουα παιδιά μία εσωτερική πίεση, αλλά παράλληλα και μία εξωτερική κοινωνική/συμπεριφορική πίεση.
Έρχεται τότε ο διάβολος και βομβαρδίζει τον καλό χριστιανό με λογισμούς απογοήτευσης και στεναχώριας. Μα αυτή είναι η δουλειά του διαβόλου και δεν πρέπει να μας ξενίζει στο ελάχιστο! Ο ευλογημένος χριστιανός πρέπει να καταλάβει ότι όπως ακριβώς το κατσαβίδι δέχεται πίεση από τον μάστορα προκειμένου να βιδώσει μία βίδα, έτσι και ο ίδιος δέχεται μία εσωτερική πίεση από τον Κύριο του, προκειμένου να “βιδώσει” κάτι καλό στην ψυχή των άλλων ανθρώπων. Και όπως το κατσαβίδι νομίζει ότι η βίδα το δυσκολεύει και δεν συνεργάζεται καθόλου αλλά στην πραγματικότητα η βίδα βιδώνεται κανονικότατα, έτσι και ο ευλογημένος χριστιανός ενώ πιστεύει ότι ο συνάνθρωπός του τον δυσκολεύει και δεν συνεργάζεται, στην πραγματικότητα ο Θεός πετυχαίνει απολύτως το σχέδιο Του.
Το ότι εμείς δε γνωρίζουμε το σχέδιο του Θεού, δεν αποτελεί δικαιολογία για να βαρυγκωμούμε επειδή, έστω και αφόρητα, μας πιέζουν οι συνάνθρωποί μας. Στην πραγματικότητα εμείς τους πιέζουμε με την αγάπη του Θεού! Οφείλουμε να υπηρετήσουμε το “πνευματικό βίδωμα” του Θεού στους συνανθρώπους μας με εντιμότητα, διότι αυτό αποτελεί εκ μέρους μας φιλανθρωπία προς τους άλλους, ώστε να λάβουμε και εμείς οι ίδιοι την δίκαιη ανταπόδοση της αγάπης από τον Θεό ως φιλανθρωπία εκ μέρους Του, την ημέρα της Κρίσεώς μας.