Περί Αποταγής και Μοναχικής Πολιτείας
&1
Ο φόβος του Θεού είναι αρχή της αρετής, ο οποίος φόβος, ως λέγουσι, γεννάται από την πίστιν, και σπείρεται εις την καρδίαν του ανθρώπου, όταν ο νους αυτού, αφού αποχωρισθή από τον περισπασμόν του κόσμου, και συνάξη τους συλλογισμούς αυτού, τους περιπλανωμένους τήδε κακείσε, καταγίνηται εις την μελέτην της μελούσης αποκαταστάσεως της ψυχής. Δια να βάλλη τις θεμέλιον της αρετής, δεν είναι άλλο καλλίτερον, παρά του ν΄ απομακρυνθή από τα πράγματα του κόσμου, και να διαμείνη εις τον νόμον του φωτός, όστις είναι αι ευθείαι και άγιαι ευαγγελικαι εντολαί, τας οποίας ο ψαλμωδός Δαβίδ εν πνεύματι αγίω εσήμανε και επωνόμασε. Μόλις ευρίσκηται άνθρωπος, δυνάμενος να δέχητε άνευ ψυχικής βλάβης την τιμήν του κόσμου, και ποσώς ίσως δεν ευρίσκεται τοιούτος, καν ισάγγελος ήθελεν είσθαι κατά τους τρόπους της διαγωγής αυτού (και τούτο συμβαίνει, διότι την τιμήν του κόσμου ταχέως διαδέχεται η ατιμία.)
&2
Η αρχή της οδού της εναρέτου ζωής είναι, το να καταγίνηται πάντοτε ο νους εις την μελέτην των θείων λόγων, και να εξασκήται εις την πτωχείαν, διότι όταν ο νους ποτίζηται από τους λόγους του Θεού, σοι βοηθεί εις την κατόρθωσιν της πτωχείας, η δε κατόρθωσις της πτωχείας σοι δίδει ευκαιρίαν εις την μελέτην των θείων λόγων, η δε βοήθεια των δύο τούτων σε αναβιβάζει ταχέως εις την τελειότητα των αρετών. Δεν δύναται τις να πλησιάσει εις τον Θεόν, εάν δεν απομακρυνθεί από τον κόσμον, απομάκρυνσιν δε του κόσμου λέγω, όχι το να αναχωρήσει τις σωματικώς, αλλά το να απομακρυνθεί παντελώς από τα πράγματα του κόσμου. Αύτη δε είναι αρετή, το να αδιαφορεί ο νους περί των πραγμάτων του κόσμου, διότι δεν δύναται ποτέ να ησυχάσει η καρδία, και να ήναι αφάνταστος, εν όσω αι σωματικαί αισθήσεις επασχολούνται εις τινά πράγματα, ουδέ τα σωματικά πάθη εξαφανίζονται, ουδέ οι πονηροί λογισμοί παύουσιν άνευ της ερήμου. Μέχρι ότου η ψυχή δεν ήθελεν αποκτήσει την μέθην της προς τον Θεόν αγάπης, και αισθανθή την υπεροχήν της δυνάμεως αυτής, ούτε την ασθένειαν των σωματικών αισθήσεων δύναται να θεραπεύσει, ούτε την ύλην των ορατών πραγμάτων του κοσμού ημπορεί όλαις δυνάμεσι να καταφρονήση, η οποία ύλη είναι μέγα εμπόδιον των ψυχικών αρετών, και ο καρπός των δύο τούτων είναι η εκ της αμαρτίας απαλλαγή, επειδή άνευ της πρώτης, ήγουν της μέθης της προς τον Θεόν πίστεως, ούτε η δευτέρα κατορθο΄υται, ήγουν η θεραπεία των αισθήσεων, όπου δε η δευτέρα ορθοποδεί, εκεί εδέθη ως δια χαλινού και η Τρίτη, ήγουν η εκ της δουλείας των παθών απαλλαγή.
&3
Όταν η χάρις του Θεού αυξήση εις τον άνθρωπον, τότε αυτός δια τον πόθον της αρετής καταφρονεί τον θάνατον, και ευρίσκει πολλάς αιτίας εις την ψυχήν αυτού, ότι πρέπει δια τον φόβον του Θεού να υποφέρει πάσαν θλίψιν, και όσα νομίζονται, ότι βλάπτουσι το σώμα, εξαίφνης επερχόμενα εις την ανθρωπίνην φύσιν, και διωρίσθησαν εις το να πάσχη αύτη, ποσώς δεν λογίζεται αυτά ενταύθα, συγκρίνων με τα ελπιζόμενα μέλλοντα αγαθά, και δεν δυνάμεθα άνευ της υπό του Θεού παραχωρήσεως των πειρασμών να γνωρίσωμεν ημείς την αλήθειαν, πληροφορείται δε έκαστος ακριβώς περί τούτου από την διάνοιαν αυτού, και ότι ο Θεός προνοεί πολύ διά τον άνθρωπον και δεν υπάρχει άνθρωπος, όστις να μην ήναι υπό την θείαν πρόνοιαν, και μάλιστα εκείνοι, οίτινες απέφυγον τον κόσμον υπέρ του ονόματος αυτού, και τους τοιούτους, ως να δεικνύει με τον άκτυλον αυτού, θεωρεί προσεκτικώς. Οταν δε ο άνθρωπος στερηθή πάρα πολύ την χάριν του Θεού, τότε αυτός ευρίσκει όλα τα προειρημένα εναντία ενώπιον αυτού, και θεωρεί την ιδίαν αυτού γνώσιν, δι΄ ης εξετ΄ζει τα πράγματα, ανωτέραν της προς Θεόν πίστεως, και την προς τον Θεόν πεποίθησιν ως αποτυγχάνουσαν εις παν πράγμα, και στοχάζεται την περί τον άνθρωπον πρόνοιαν του Θεού ως ελάχιστον τι, αλλ΄ ο τοιούτος επιβουλεύεται πάντοτε εις τα τοιαύτα υπό των πονηρών δαιμόνων, οίτινες αφανώς ρίπτουσι κατ΄ αυτού τα εαυτών βέλη.
&4
Αρχή της αληθινής ζωής του ανθρώπου είναι ο φόβος του Θεού, ο οποίος φόβος δεν υποφέρει να διαμένη εις την ψυχήν, όταν αύτη απασχολήται εις τινά σωματικά πράγματα, διότι διασκορπίζεται η καρδία εκ της ηδονής του Θεού δια της εργασίας των σωματικών αισθήσεων, καθότι δεσμεύονται αι εσωτερικαί έννιαι μετά των αισθήσεων αυτών εις την ενέργειαν των σωματικών αισθητηρίων, των υπουργούντων εις αυτάς.
&5
Ο δισταγμός της καρδίας φέραι δειλίαν εις την ψυχήν, η δε προς τον Θεόν πίστις δύναται να δυναμώσει την προαίρεσιν του ανθρώπου και εις αυτήν την εκκοπήν των μελών του σώματος. Εν όσω η αγάπη της σαρκός υπερισχύει εις την καρδία σου, δεν θέλεις δυνηθή ποτέ να γίνης τολμηρός και άφοβος από τα πολλά ενάντια πράγματα, τα οποία ευρίσκονται πλησίον του ηγαπημένου σου σώματος.
&6
Όστις αγαπά την τιμήν του κόσμου, δεν δύναται να αποφύγη τα αίτια της λύπης, δεν υπάρχει άνθρωπος, του οποίου ο λογισμός εις την μεταβολήν των πραγμάτων να μη μεταβάλληται κατά την έννοιαν του πράγματος, το οποίον έχει υπ΄ όψιν. Εάν η επιθυμία, ως λέγουσι, γεννάται από τας σωματικάς αισθήσεις, ας σιωπήσωσι λοιπόν εκείνοι, οίτινες λέγουσιν, ότι δύναται να διατηρήσωσι την ειρήνην των εαυτών λογισμών και μετά του σωματικού περισπασμού.
&7
Σώφρων είναι και λέγεται εκείνος, όστις όχι δια του κόπου και εν καιρώ της πάλης και του αγώνος λέγει, ότι παύουσιν εξ αυτού οι αισχροί λογισμοί, αλλ΄ όστις εν αληθεία της καρδίας σωφρονίζει την μελέτη της καρδίας αυτού, ίνα μη προσηλώνηται ασυστόλως εις τους ακολάστους λογισμούς, και όταν η κοσμιότης της συνειδήσεως αυτού, επιβεβαιώνηται από την θεωρίαν των σωματικών αυτού οφθαλμών, τότε η εντροπή είναι εις αυτόν ως εν τί καταπέτασμα, το οποίον κρεμάται εις τον κρυπτόν τόπον των εαυτού λογισμών, και καθ΄ ο τέλειος σώφρων, γίνεται ως παρθένος τις, φυλάττων πιστώς την εαυτού καθαρότητα δια τον Χριστόν.
&8
Κανέν άλλο πράγμα δεν είναι τόσον ισχυρόν, ώστε να αποβάλλη εκ της ψυχής του ανθρώπου τας ενθυμήσεις της παλαιάς ακολασίας, και να αποδιώξη τας μνήμας αυτής, αι οποίαι κινούνται και διεγείρονται κατά της σαρκός, και εξάπτουσι την φλόγα της αισχράς επιθυμίας, όσον το να καταγίνεται τις μετά πόθου εις την μελέτην της θείας γραφής, και να ζητή τα βάθη των νοημάτων αυτής. Όταν οι λογισμοί εκ της ηδονής της επιμόνου μελέτης της του Θεού σοφίας, ήτις υπάρχει τεθυσαυρισμένη εις την θείαν γραφήν, καθαρισθώσι δια της δυνάμεως εκείνης, δι΄ ης αποκτάται τελείως η αληθής γνώσις, τότε ο άνθρωπος απαρνείται πάραυτα τον μάταιον κόσμον, και λησμονεί όλα αυτού τα αγαθά, και εξαλείφει εκ της ψυχής αυτού όλας τας ενθυμήσεις, αι οποίαι ενεργούσιν εις τον νουν αυτού εικόνας της σωματώσεως του κόσμου, και πολλάκις δεν ενθυμείται μήτε την ανάγκην των λογισμών εκείνων, όσοι συμβαίνουσιν εκ συνηθείας, και αναπαύουσι την φύσιν, και αυτή δε η ψυχή μένει εκστατικός και έκθαμβος από τας νέας θείας εννοίας, τας οποίας απαντά εις το πέλαγος των μυστηρίων των θείων γραφών.
&9
Και πάλιν, εάν ο νους, καταγινόμενος επιμόνως εις την μελέτην των θείων γραφών, δεν δυνηθή να εισδύσει εις όλον το βάθος των νοημάτων, ίνα κατανοήση όλους τους εις αυτήν την αγίαν γραφήν εμπεριεχομένους θησαυρούς, είναι αρκετόν εις αυτόν αύτη η μελέτη κατά τον προς αυτήν πόθον του, ίνα δεσμεύση ισχυρώς όλους τους λογισμούς αυτού εις ένα μόνον λογισμόν του θαύματος, όπως μη τρέχωσι πάλιν εις τας θελήσεις της σαρκός, καθώς είπε τις των θεοφόρων πατέρων, καθότι η καρδία του ανθρώπου είναι ευαπάτητος και ασθενής, και δεν δύναται να υποφέρει τας κακίας, αίτινες απαντώσιν αυτήν από τους έξω και ένδον λογισμούς και πολέμους, και ηξεύρετε, ότι ο κακός λογισμός είναι βαρύς, και εάν η καρδία δεν απασχοληθή εις την γνώσιν της διακρίσεως, δεν δύναται να υπομείνη την ταραχήν από την ορμήν της σαρκός.
&10
Και καθώς ρέπει το ζύγιον από το βάρος και την ταραχήν των ανέμων δια της ταχύτητος της κινήσεως του ζυγού, ούτω ρέπει και η διάνοια του ανθρώπου από την εντροπήν και τον φόβον του Θεού δια της ταχύτητος της κινήσεως αυτής, και η κατ΄ αναλογίαν στέρησις του φόβου και της εντροπής γίνεται αιτία εις τον νουν να περιπλανάται πάντοτε, και ενταύθα ωσάν το αυτεξούσιον του ανθρώπου να γίνηται αιτία κατά την αναλογίαν της απομακρύνσεως του φόβου και της εντροπής, ώστε να ταράσσηται το ζύγιον της διανοίας ώδε κακείσε. Καθώς λοιπόν τα δύο πλαστίγγια του ζυγίου εάν από το βαρύτατον σταθμίον βαρυνθώσι, δεν κινούνται ευκόλως από την πνεύσιν των ανέμων, ούτω και ο νους του ανθρώπου εάν βαρυνθή από τον φόβον του Θεού και την εντροπήν, δεν τρέπεται ευκόλως υπό των δαιμόνων, οίτινες προσπαθούσι να σαλεύσωσιν αυτόν. Σοφίζου λοιπόν να θέσης θεμέλιον εις την οδοιπορίαν της ζωής σου τον φόβον του Θεού, και εντός ολίγου φθάνεις εις την θύραν της βασιλείας των ουρανών, χωρίς να περιστρέφησαι τήδε κακείσε εις τον δρόμον σου.
&11
Όταν αναγινώσκης τας θείας γραφάς, όσα τινά επισύρουσι την προσοχήν σου, εις όλα να διακρίνης τον σκοπόν του λόγου, ίνα βαθύνης και κατανοήσης μετά μεγίστης γνώσεως το βάθος των αγίων νοημάτων, καθότι όσοι, φωτιζόμενοι εκ θείας χάριτος, οδηγούνται εις την τελειότητα της ζωής αυτών, οι τοιούτοι πάντοτε αισθάνονται μίαν τινά νοητήν ακτίνα, ήτις διέρχεται διά μέσου των γεγραμμένων στίχων, και διαχωρίζει μετά πνευματικής γνώσεως το νόημα των ψιλών λόγων από τα πραγματικά πράγματα, τα οποία εμπεριέχουσι μέγα νόημα.
&12
Όταν ο άνθρωπος αναγινώσκη σοφούς στίχους απλώς και κατά το ψιλόν μόνον νόημα του γράμματος, γυμνούται η καρδία αυτού, και σβύννεται εξ αυτής η αγία του Θεού δύναμις, ήτις χαρίζει εις την καρδίαν γλυκητάτην γεύσιν, και εις την ψυχήν θαυμάσιον φωτισμόν, δια να εννοή τα αναγινωσκόμενα.
&13
Έκαστον πράγμα συνήθως τρέχει και ενούται με το συγγενές αυτού, και η ψυχή επειδή έχει μέρος του πνεύματος (την πνευματικότητα δηλαδή) δια τούτο όταν ακούη λόγον τινά, όστις περιέχει δύναμιν πνευματικήν, δέχεται μετά θερμότητος και προθυμίας την υπόθεσιν αυτού. Δεν διεγείρεται ευκόλως πας άνθρωπος εις το να θαυμάση πράγμα τι το οποίον λέγεται πνευματικώς, και εμπεριέχει δύναμιν πνευματικήν. Ο περί αρετής λόγος χρειάζεται καρδίαν, ήτις να άργη εκ των του κόσμου πραγμάτων και της μετοχής αυτών, διότι ούτινος ανθρώπου ο νους απασχολείται και φροντίζει περί των πραγμάτων του κόσμου, η αρετή δεν εξυπνίζει και διεγείρει τον λογισμόν αυτού εις την αγάπην και απόκτησιν αυτής. Η από της φθαρτής ύλης λύτρωσις προηγείται της μετά του Θεού ενώσεως, αν και πολλάκις συμβαίνη το ενάντιον εις τινάς άνδρας. Επειδή άλλη είναι η τάξις και η συνήθεια της θείας οικονομίας, και άλλη η κοινή τάξις των ανθρώπων, (η κοινή τάξις των ανθρώπων είναι το να υποταχθεί τις ή εις κοινόβιον, ή εις γέροντα ενάρετον, και να ακολουθή μετά υπακοής τους αγώνας της μοναχικής πολιτείας), συ όμως φύλαξον την κοινήν τάξιν. Εάν δε προλάβη εις σε η θεία χάρις, τούτο είναι δώρον αυτής, ει δε και δεν σε προλάβη, ακολούθησον και συ την κοινήν οδόν των ανθρώπων, την οποίαν πολλοί αλληλοδιαδόχως κατά την αναλογίαν της διαγωγής αυτών περιεπάτησαν, και ούτω ανάβηθι εις την τελειότητα του πνευματικού πύργου.
&14
Εκάστη πνευματική αρετή, ήτις ενεργείται δια της θεωρίας, και εκπληρούται δι΄ εντολής, φυλαττομένης δι΄ αυτήν, δεν θεωρείται παντελώς υπό των σωματικών οφθαλμών, και εκάστη πρακτική αρετή, ήτις ενεργείται δια των σωματικών ενεργειών, υπάρχει σύνθετος, επειδή η μία μόνη εντολή απαιτεί και τα δύο, την θεωρίαν και την πράξιν, δια της συμπράξεως των σωματικών και ψυχικών δυνάμεων, και αύτη η σύνθεσις και των δύο είναι μία, επειδή τα έργα, δια των οποίων φροντίζει τις περί της καθαρότητος, δεν είναι ικανά να εμποδίσωσι την ενθύμησιν των παρελθόντων αμαρτημάτων, αλλά λαμβάνουσιν από τον νουν την λύπην, την προξενουμένην εις αυτόν εκ της ενθυμήσεως αυτών των αμαρτημάτων, και γίνεται από τούδε η έλευσις της ενθυμήσεως εις τον νουν ωφέλιμος, επειδή υπερτερεί η πλεονεξία της ψυχής εις την απόκτησιν της αρετής παρά την του συντρόφου αυτής σώματος κατά το μέρος της φαινομένης επιθυμίας. Παν πράγμα καλλωπίζεται υπό του μέτρου, διότι χωρίς μέτρον, και αυτά τα νομιζόμενα καλά, μετατρέπονται προς βλάβην.
&15
Θέλεις να ενωθής μετά του Θεού δια του νοός σου, και να αισθανθής την εξ εκείνης της ενώσεως γλυκύτητα, ήτις δεν υποπίπτει εις τας σωματικάς αισθήσεις; ακολούθησον την εκ της αγάπης προερχομένην αρετήν της ελεημοσύνης, ήτις, όταν ευρεθή εντός σου, εικονίζει εις σε εκείνο το άγιον κάλλος, (τον Θεόν δηλαδή, όστις είναι η αγάπη), κατά το οποίον ομοιώθης. Η γενική αρετή της αγάπης, χωρίς να μεσολαβήσει ποσώς κανέν διάστημα καιρού, κάμνει την ψυχήν μέτοχον της θεότητος δια της ενώσεως της θείας δόξης.
&15b
Η πνευματική ένωσις είναι ασημείωτος τις ενθύμησις, ήτις μετά διαπύρου πόθου αχωρίστως ανάπτει εις την καρδίαν, επειδή λαμβάνει δύναμιν προς τον δεσμόν της ενώσεως από την διατήρησιν πασών των εντολών, ή μετά κακής χρήσεως, ή μετά φυσικής, καθότι εκεί ευρίσκει ύλην να επιστηριχθή εις αυτήν καρτερικώς, δια τούτο έρχεται η καρδία εις θαυμασμόν, και κλείει τας διπλάς αυτής αισθήσεις, τας τε σωματικάς και ψυχικάς. Δεν υπάρχει άλλη οδός να φέρη τον άνθρωπον εις την πνευματικήν αγάπην, ήτις εικονίζει την αόρατον εικόνα του Θεού, εάν δεν αρχίσει τις πρότερον να ελεή, καθώς είπεν ο Κύριος ημών περί της τελειότητος του πατρός αυτού, διότι ούτω προστάττει εις εκείνους, οίτινες υπακούουσιν εις αυτόν, το να θεώσωσι τούτο θεμέλιον προς την τελειότητα.
&16
Άλλη είναι η διδασκαλία της πράξεως, και άλλη η καλή διδασκαλία της κοσμικής σοφίας, ήτις γνωρίζει μεν να στολίση τους λόγους αυτής, χωρίς όμως την δοκιμήν της αρετής, και ηξεύρει μεν να ομιλή περί αρετής, χωρίς όμως να γνωρίση και φανερώση τα περί αυτής, επειδή ποτέ δεν εδοκίμασεν αυτήν δι΄ έργου, η εκ της πράξεως διδασκαλία είναι ταμείον της ελπίδος, η δε άνευ πράξεως της έξω σοφίας είναι παρακαταθήκη εντροπής.
&17
Καθώς το ζωγραφισμένον ύδωρ δεν δύναται να θεραπεύση την δίψαν του τεχνίτου, όστις ζωγραφιζει αυτό, και καθώς τα καλά ονείρατα εξαπατώσι μετά τον ύπνον τον άνθρωπον, όστις βλέπει αυτά, ούτω νόησον και την διδασκαλίαν της έξω σοφίας, ήτις διδάσκει την αρετήν, χωρίς να πράττη την αρετήν, όστις όμως διδάσκει την αρετήν δια της δοκιμής αυτής της αρετής, ο τοιούτος μεταδίδει αυτήν εις τον ακούοντα, καθώς μεταδίδει τις εις άλλον μέρος τι εκ της ιδίας αυτού περιουσίας, διότι όστις σπείρει εκ των ιδίων αρετών την διδασκαλίαν εις τα ώτα των ακουόντων, αυτός λαλεί μετά παρρησίας εις τα ίδια αυτού τέκνα, καθώς ο γηραιός Ιακώβ είπεν εις τον σώφρονα Ιωσήφ, ιδού σοι έδωκα εν μέρος περισσότερον από τους αδελφούς σου, το οποίον έλαβον εκ των Αμορραίων δια του ξίφους μου και του τόξου μου.
&18
Έκαστος άνθρωπος όταν έχη πολιτείαν μεμολυσμένην, η προσκαίρως ζωή είναι επιθυμητή εις αυτόν, καθώς και ο τούτου δεύτερος, όστις υπάρχει στερημένος πνευματικής θεωρίας. Ειπέ τις των πατέρων, ότι ο φόβος του θανάτου λυπεί εκείνον, ο οποίος κατακρίνεται υπό της ιδίας αυτού συνειδήσεως, όστις όμως έχει ως καλήν μαρτυρίαν εις εαυτόν τον έπαινον της συνειδήσεως αυτού, αυτός επιθυμεί τον θάνατον ως ζωήν. Μη λογίζου τινά ως αληθινόν ενάρετον, εν όσω ούτος από δειλίαν και φόβον αιχμαλωτίζει τον νουν αυτού εις την αγάπην της παρούσης ζωής. Όλα τ ακαλά και τα κακά, τα οποία συμβαίνουσιν εις το σώμα, να στοχάζησαι ως ενύπνια, καθότι όχι μόνον εν τη ώρα του θανάτου θέλεις χωρισθή από αυτά, αλλά πολλάκις και προ του θανάτου σε καταλίπουσι και φεύγουσιν, εάν όμως τινά εξ αυτών έχουσιν ένωσιν τινά μετά της ψυχής σου, αυτά νόμιζε, ότι έχεις κτήματα εις την παρούσαν ζωήν σου, και εις την μέλλουσαν υπάγουσι μετά σου, και εάν μεν ήναι καλά, χαίρε και ευχαρίστει τον Θεόν δια του νοός σου, εάν όμως εήναι κακά, λυπού και στέναζε και ζήτει να ελευθερωθείς από αυτά, εν όσω υπάρχεις μετά του σώματός σου. Έκαστον καλόν, το οποίον ενεργείται εις σε νοητώς, έχε και φύλαττε ακριβώς εν τω κρυπτώ, διότι το βάπτισμα και η πίστις σοι εγένοντο μεσιταί εις αυτό, δια των οποίων προσεκλήθης υπό του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού εις τα καλά αυτού έργα, συν τω Πατρί και τω αγίω Πνεύματι, εις το οποίον πρέπει η δόξα και η τιμή και η ευχαριστία και η προσκύνησις εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.