Περί Απαρνήσεως Κόσμου και αποχής της προς τους ανθρώπους παρρησίας
&1
Όταν αγαπήσωμεν να φύγωμεν εκ του κόσμου και να γίνωμεν ξένοι των κοσμικών πραγμάτων, κανέν άλλο πράγμα δεν χωρίζει ημάς εκ του κόσμου τόσον, ουδέ θανατώνει τα πάθη, και εξυπνίζει και ζωογονεί ημάς εις τα πνευματικά έργα, όσον το πένθος και ο καρδιακός πόνος, ο γινόμενος μετά διακρίσεως, διότι το πρόσωπον του αιδήμονος ανθρώπου μιμείται την ταπείνωσιν του ηγαπημένου Χριστού. Και πάλιν κανέν άλλο πράγμα δεν μας κάμνει να συναναστρεφώμεθα μετά του κόσμου και των κοσμικών πραγμάτων, και μετά των εν αυτώ μεθυστών και ασώτων, ως και άλλοτι δεν χωριζει ημάς εκ των θησαυρών της θείας σοφίας, και εκ της γνώσεως των αγίων του Θεού μυστηρίων, όσον ο μετά χλευασμού γέλως, και ο μετά παρρησίας αστεϊσμός, το οποίον είναι επάγγελμα του δαίμονος της πορνείας. Επειδή εδοκίμασα την πνευματικήν σου φρόνησιν, ω αγαπητέ, σε παρακαλώ μετ΄ αδελφικής αγάπης, να φυλλάτης σεαυτόν από τας τέχνας και επιβουλάς του εχθρού, ίνα μη δια της αστειότητος και του χαριεντισμού ψυχράνεις την ψυχήν σου εκ της θέρμης της αγάπης του Χριστού, όστις δια σε εγεύθη χολήν επί του σταυρού, και αντί της γλυκειάς εκείνης μελέτης και της προς Θεόν παρρησίας πληρώσεις την ψυχήν σου από πολλάς απρεπείς φαντασίας, όταν υπάρχεις έξυπνος, όταν δε κοιμάσαι, θέλει αιχμαλωτίσει αυτήν ο εχθρός δια των ατόπων και αισχρών ενυπνίων, των οποίων την δυσωδίαν δεν δύνανται να υποφέρωσιν οι άγιοι άγγελοι του Θεού, και εις μεν τους άλλους θέλεις γίνει η αιτία του ψυχικού πτώματος, εις εαυτόν δε οξεία ακάνθα πειρασμού.
&2
Παραβίασον λοιπόν σεαυτόν να μιμηθείς την ταπείνωσιν του Χριστού, ίνα εξαφθεί έτι περισσότερον το θείον πυρ εις την καρδίαν σου, το οποίον ετέθη υπ΄ αυτού εις αυτήν, δια του οποίου πυρός εκριζούνται εξ αυτής όλαι αι κοσμικαί ταραχαί, αίτινες φονεύουσι τον νέον κατά Χριστόν άνθρωπον και μολύνουσι τας ψυχικάς αγίας αυλάς του Κυρίου του αγίου και δυνατού, διό εγώ δύναμαι να είπω μετά θάρρους συμφώνως με τον άγιον απόστολον Παύλον, ότι είμεθα ναός του Θεού του ζώντος.
&3
Ας αγιάσωμεν λοιπόν και καθαρίσωμεν τον ναόν τούτον, καθόσον ο ίδιος είναι καθαρός και άγιος, ίνα επιθυμήσει να κατοικήσει εν αυτώ, ας στολίσωμεν αυτόν δι΄ όλων των καλών και εναρέτων πράξεων, ας θυμιάσωμεν αυτόν δια του θυμιάματος της καθαράς και καρδιακής προσευχής προς ανάπαυσιν του ιδίου θελήματος, την οποίαν προσευχήν αδύνατον είναι να αποκτήσει τις δια της συναναστροφής των κοσμικών συνεχών ταραχών, και ούτω θέλει επισκιάσει εις την ψυχήν σου η νεφέλη της δόξης του Θεού, και το φως της μεγαλωσύνης αυτού θέλει διαλάμψει εντός της καρδίας σου, και οι μεν άγιοι άγγελοι, οι κάτοικοι του σκηνώματος του Θεού, θέλουσι πληρωθή από χαράν και ευφροσύνην, οι δε αναίσχυντοι δαίμονες δια της φλογός το αγίου Πνεύματος θέλουσιν εξαφανισθεί.
&4
Ονείδιζε λοιπόν πάντοτε τον εαυτό σου, αδελφέ, και λέγε, αλλοίμονο εις σε, ω αθλία ψυχή, επλησίασεν ο εκ του σώματός σου αποχωρισμός, διατί ευχαριστείσαι εις εκείνα, τα οποία σήμερον μέλεις να εγκαταλείψεις, και να στερηθείς την θεωρίαν αυτών εις τους αιώνας, πρόσεχε ω ψυχή, εις τον εαυτόν σου, και συλλογίζου τα όσα έπραξας, και πώς έπραξας αυτά, και ποία είναι, και μετά τίνος απέρασας τας ημέρας της ζωής σου, ή ποίος εδέχθη τον κόπον της εργασίας της πνευματικής σου γεωργίας, και τίνα ευχαρίστησας δια της πάλης σου, ίνα εξέλθη εις απάντησίν σου εν καιρώ της εντεύθεν εκδημίας σου, ποίον δε ευχαρίστησας εν τη οδώ της ζωής σου, ίνα αναπαυθείς ήδη εις τον λιμένα αυτού, τίνος δε χάριν εκακοπάθησας κοπιάζουσα, ίνα φθάσεις ήδη εις αυτόν μετά χαράς, ποίον απέκτησας φίλον εις τον μέλλοντα αιώνα, ίνα σε υποδεχθεί εν καιρώ του ταξειδίου σου; Εις τίνος χωράφιον εδούλευσας, και τις είναι, όστις μέλλει να πληρώσει τον μισθό σου εν τη δύσει του χωρισμού εκ του σώματός σου;
&5
Συ, ω ψυχή, εξέτασον σεαυτήν, και βλέπε προς ποίαν γην είναι η μερίς σου, και αν διέβης το χωράφιον των αμαρτιών σου, το οποίον καρποφορεί πικρίαν εις τους δουλεύοντας αυτό, κράξον και βόησον μετά κλαυθμού και στεναγμού και αδημονίας εκείνα τα λόγια, τα οποία αναπαύουσι τον Θεόν σου περισσότερον από τας θυσίας και τα ολοκαυτώματα, ας αναβρύει το στόμα σου παραπονητικάς φωνάς, εις τας οποίας ευφραίνονται οι άγιοι άγγελοι, πλύνε τας παρειάς σου με τα κλαύματα των ομμμάτων σου, ίνα αναπαυθεί εις σε το άγιον Πνεύμα, και καθαρίσει τον ρύπον της κακίας σου, καταπράϋνον δια των δακρύων τον Κύριόν σου, ίνα έλθει και προς σε, επικαλού την Μαρίαν και Μάρθαν, όπως σε διδάξωσι πενθικάς φωνάς, βόησον προς τον Κύριον, και ειπέ.
&6
Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός ημών, όστις έκλαυσας επί Λαζάρω, και έχυσας δάκρυα λύπης και συμπαθείας επάνω εις αυτόν, δέξαι τα της πικρίας μου δάκρυα, ιάτρευσον δια των αγίων σου παθημάτων τα πάθη μου, θεράπευσον δια των πληγών σου τας ψυχικάς μου πληγάς, δια του τιμίου σου αίματος καθάρισόν μου το αίμα, και ένωσον την ευωδίαν του ζωοποιού σου σώματος τω σώματί μου, η χολή, την οποίαν παρά των εχθρών εποτίσθης, ας γλυκάνει την ψυχήν μου από την πικρίαν, την οποίαν ο αντίδικός μου διάβολος με επότισε, το πανάγιόν σου σώμα, το οποίον ετανύσθη επί του σταυρού, ας αναπτερώσει προς σε τον νουν μου, όστις εσύρθη κάτω υπό των δαιμόνων, η παναγία σου κεφαλή, την οποία έκλινας επί του σταυρού, ας υψώσει την κεφαλήν μου, την περιυβρισθείσαν υπό των αντιπάλων διαμόνων, αι πανάγιαί σου χείρες, αι καθηλωθήσαι υπό των παρανόμων εν τω σταυρώ, ας με αναβιβάσωσι προς σε εκ του χάσματος της απωλείας, καθώς υπεσχέθη το πάνάγιον σου στόμα , το πρόσωπον σου, το δεξάμενον ραπίσματα και εμπτύσματα υπό των καταράτων Ιουδαίων, ας μου λαμπρύνει το πρόσωπον, το οποίον εμολύνθει από τας αμαρτίας, η ψυχή σου, την οποίαν επί του σταυρού υπάρχων, παρέδωκας εις τον πατέρα σου ας με οδηγήσει προς σε δια της χάριτος σου…
&7
δν έχω μετάνοιαν, δεν έχω κατάνυξιν, ουδέ δάκρυα, τα οποία επαναφέρουσι τα τέκνα εις την ιδίαν αυτών πατρίδα. Δεν έχω, δέσποτυα, δάκρυον παρακλητικόν, εσκοτίσθη ο νους μου από την ματαιότητα του κόσμου, και δεν δύναται να θερμανθή δια των δακρύων της προς σε αγάπης. Αλλά συ Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός μου, ο θησαυρός των αγαθών, δώρησαί μοι τελείαν μετάνοιαν, και καρδίαν επίπονον, ίνα ολοψύχως εξέλθω εις αναζήτησιν σου, διότι άνευ σου θέλω αποξενωθεί από παντός αγαθού. Χάρισαί μοι λοιπόν , ω αγαθέ, την χάριν σου, ο πατήρ, όστις σ΄ εγέννησεν εκ των κόλπων αυτού αχρόνως και αϊδίως, ας ανανεώσει εις εμέ τας μορφάς της εικόνος σου, σ΄ εγκατέλιπον, μη με εγλαταλείπεις, εχωρίσθην από σου, έξελθε εις αναζήτησίν μου, και ευρών εισάγαγέ με εις τας νομάς σου, και συναρίθμησόν με μετά των προβάτων της εκλεκτής σου ποίμνης, και διάθρεψόν με μετ΄ αυτών εκ της χλόης των θείων σου μυστηρίων, των οποίων υπάρχει κατοικητήριον η καθαρά καρδία, εις την οποίαν αναφαίνεται η έλλαμψις των αποκαλύψεών σου, η οποία έλλαμψις είναι παρηγοριά και αναψυχή των κοπιόντων δια σε εν θλίψεσι και διαφόροις ατιμίαις, της οποίας ελλάμψεως είθε να αξιωθώμεν και ημείς δια της χάριτος και φιλανθρωπίας σου, του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
&1
Θέμα: Γέλια, αστεία, διασκεδάσεις
&2
Θέμα: Η ταπείνωση και οι αυλές του Χριστού
&3
Θέμα: Η ζωή του Ναού του Θεού
&4
Θέμα: Οι συλλογισμοί του ενάρετου χριστιανού
&5
Θέμα: Η προετοιμασία της προσωπικής προσευχής
&6
Θέμα: Η προσωπική προσευχή, στη σταυρική της διάσταση
&7
Θέμα: Η προσωπική προσευχή, ως μετάνοια και παράκληση