Περί αναχωρήσεως και ότι δεν πρέπει να δειλιώμεν και να φοβώμεθα, αλλά να στηρίζωμεν την καρδίαν εις την προς Θεόν πεποίθησιν, και να έχωμεν θάρρος και αδίστακτον πίστιν, ως έχοντες φρουρόν και φύλακα τον Θεόν.
&1
Εαν ποτέ ευρεθής άξιος ν’ αναχωρήσης εκ του κόσμου και να ησυχάσης κατά μόνας, η οποία ησυχία έχει ελαφρά της ελευθερίας τα φορτία δια την ουράνιον βασιλείαν, μη σε ταράξη ποσώς ο λογισμός του φόβου κατά την συνήθειαν αυτού δια διαφόρων τρόπων της μεταβολής των λογισμών, αλλά μάλλον πίστευε, ότι έχεις φύλακα αυτόν τον Θεόν, όστις είναι μετά σου, και την περί τούτου ακρίβειαν ας σε πληροφορήση η φρόνησίς σου, ότι συ μεθ’ όλης της κτίσεως ενός και του αυτού δεσπότου εστέ δούλοι, όστις δια μόνου ενός νεύματος κινεί, και σαλεύει, και ημερόνει και οικονομεί τα πάντα, και ουδείς δούλος δύναται να βλάψη τινά εκ των συνδούλων αυτού άνευ της προσταγής εκείνου, όστις προνοεί και κυβερνά τα πάντα. Ταύτα αφού συλλογισθής, ευθύς ανάστα και λάβε θάρρος. Εάν δε εδόθη άδεια εις τινα κτίσματα να κακοποιήσωσι τινα δούλον του Θεού, αλλά τούτο δεν συνέβη εις πάσαν περίστασιν· και εις πάν πράγμα· καθότι ούτε οι δαίμονες, ούτε τα βλαπτικά θηρία, ούτε οι κακοί άνθρωποι δύνανται να πληρώσωσι το εαυτών κακό θέλημα προς αφανισμόν και απώλειαν του άλλου, όταν δεν θέλει ο κυβερνών τα πάντα Θεός· αλλά και όταν θέλη, δίδει και όρια εις αυτά, κατα πόσον πρέπει να βλάψωσι· διότι δεν δίδει εις αυτά την ελευθερίαν να κακοποιήσωσι τινά, όσον αυτά θέλουσιν· επειδή εάν εγίνετο τούτο, δεν ηδύνατο να ζήση εις τον κόσμον πάσα σάρξ· διότι δεν αφήνει ο Θεός τα κτίσματα αυτού, ίνα πλησιάση εις αυτά η εξουσία των δαιμόνων και των κακών ανθρώπων, και βλάψωσιν αυτά κατα το θέλημα αυτών· δια τούτο λέγε πάντοτε εις την ψυχήν σου, εγώ έχω φύλακα, όστις με φυλάττει, και δεν δύναται κανέν των κτισμάτων να φανή έμπροσθέν μου, εκτός μόνον εάν εδόθη εις αυτό άδεια άνωθεν. Πίστευσον αδιστάκτως, ότι ούτε εις τα όμματά σου δύνανται να φανώσιν, ούτε εις τα ώτα σου τολμώσι να δώσωσι κρότον δια των εαυτών απειλών· καθότι εάν είχον άδειαν άνωθεν, δεν υπήρχεν ανάγκη πλέον να σε φοβήσωσι δια λόγου και λόγων, αλλ’ ευθύς ήθελον εκπληρώσει το έργον της βλάβης κατά το θέλημα αυτών.
&2
Και πάλιν, λέγε καθ’ εαυτόν, ότι εάν ήναι θέλημα του δεσπότου μου να εξουσιάσωσιν οι δαίμονες και οι κακοί άνθρωποι το πλάσμα αυτού, ουδ’ εγώ αποφεύγω τούτο, αλλά δέχομαι αυτό μετά μεγίστης μου ευχαριστήσεως, ως ευγνώμων τις δούλος, όστις δεν θέλει να καταργήση το θέλημα του κυρίου αυτού, και ούτω θέλεις πληρωθή απο χαράν εις τους πειρασμούς σου, γνωρίζων ακριβώς, ότι σε κυβερνά και διευθύνει τα κατ’ εσέ η θεία πρόνοια. Στήριξον λοιπόν την καρδίαν σου εις την προς τον Κύριον πεποίθησιν, και μη φοβηθής, μήτε απο νυκτερινού φόβου, μήτε απο τα βέλη τα πετώμενα την ημέραν· διότι λέγει, ότι η πίστις του δικαίου, την οποίαν έχει προς τον Θεόν, ημερόνει τα άγρια θηρία και κάμνει αυτά ως πρόβατα.
&3
Εάν δε λέγης, ότι εγώ δεν είμαι δίκαιος, ώστε να έχω πεποίθησιν εις τον Θεόν· αλλά γνώριζε, οτι καί σύ δια την εργασίαν της αρετής εξήλθες εις την έρημον, ήτις υπάρχει πλήρης θλίψεων, και δι’ αυτό τούτο υπήκουσας εις το θέλημα του Θεού· λοιπόν νομίζεις, ότι ματαίως κοπιάζεις, υποφέρων κόπους και θλίψεις; όχι, ο Θεός δεν θέλει τον κόπον σου, αλλά σύ προσφέρεις εις αυτόν ως θυσίαν αγάπης τας ιδίας σου θλίψεις και στενοχωρίας. Ταύτην την διάκρισιν δεικνύουσι πάντες, όσοι αγαπώσι τον Θεόν, στενοχωρούντες και θλίβοντες εαυτούς δια την προς αυτόν αγάπην· διότι όσοι προθυμοποιούνται να ζήσωσιν εν φόβω Θεού, υποφέρουσι πάσαν θλίψιν, και υπομένουσι πάντα διωγμόν δι’ αυτόν, και αυτός κάμνει αυτούς εξουσιαστάς των εαυτού κρυπτών θησαυρών.
&4
Είπε δε τις των αγίων Πατέρων· υπήρχε ποτέ τις αναχωρητής, γέρων τίμιος, προς τον οποίον, ευρισκόμενος εις λύπην των πειρασμών, απήλθον και εγώ άπαξ· αυτός δε ο μάκάριος ασθενής ών έκειτο· αφού δε ησπάσθην αυτόν, και εκάθισα πλησίον αυτού, είπον προς αυτόν· εύχου, πάτερ, υπέρ εμού, διότι πολύ θλίβομαι από τους πειρασμούς των δαιμόνων· εκείνος δε ανοίξας τους οφθαλμούς αυτού, και ατενίσας προς εμέ, είπε· τέκνον, συ εισέτι νέος υπάρχεις, και ο Θεός δεν αφήνει εις σε πειρασμούς· και εγώ είπον, ναί, και νέος ειμί, και πειρασμούς έχω δυνατών ανθρώπων· και εκείνος πάλιν είπε, λοιπόν ο Θεός θέλει να σε σοφίση· εγώ δε απήντησα, και πώς θέλει να με σοφίση, ενώ καθημέραν κινδυνεύω τον ψυχικόν θάνατον; και εκείνος, σιώπα, τέκνον, ο Θεός σε αγαπά· μέλλει ο Θεός να σοί δώση την χάριν του.
&5
Είπε δε πάλιν· γνώριζε, τέκνον, ότι τριάκοντα χρόνους επολέμησα μετά των δαιμόνων, καί, παρελθόντος του εικοστού έτους, δεν εβηθήθην ποσώς υπό του Θεού· οπότε δε παρήλθεν το εικοστόν πέμπτον έτος, ήρχισα να ευρίσκω μικράν τινα ανάπαυσιν· προϊόντος δε του χρόνου, ηύξανε και η ανάπαυσίς μου· αφού δε παρήλθε το εικοστόν έβδομον, και έφθασα το εικοστόν όγδοον έτος, ηυξήνθη και η ανάπαυσίς μου περισσότερον· παρερχομένου δε και του τριακοστού και φθάνοντος ήδη εις το τέλος, τόσον ησθάνθην την δύναμιν της αναπαύσεως, ώστε δεν εγνώριζον εις πόσον μέτρον έφθασα. Είπε δε προσέτι και τα εξής· ότι όταν εγερθώ εις την προσευχήν μου, μίαν μόνον δόξαν προφθάνω να είπω· εφεξής δε εάν και τρείς ημέρας σταθώ, ευρίσκομαι εις έκπληξιν μετά του Θεού, και δεν αισθάνομαι ποσώς τον κόπον. Ιδού λοιπόν το δι’ Υπομονής έργον του πολλού καιρού ποίαν ανάπαυσιν προεξένησεν εις εμέ.
&6
Υπήρχε δε τις των αγίων πατέρων, όστις έτρωγε δίς της εβδομάδος· και έλεγεν εις εμέ, ότι καθ’ ήν ημέραν ήθελον ομιλήσει μετά τινος, κατ’ εκείνην την ημέραν δεν δύναμαι να φυλάξω κατα την συνήθειάν μου τον κανόνα της νηστείας, αλλ’ αναγκάζομαι να καταλύω. Εγώ δε ως εκ τούτου εννόησα, ότι η αρετή της σιωπής όχι μόνον υψώνει τον νούν προς τον Θεόν, αλλά και εις τα φανερά έργα, τα οποία εκτελούνται δια του σώματος, προξενεί μεγάλην δύναμιν προς εκτέλεσιν αυτών· φωτίζει δε τον νούν εις την κρυπτήν αυτού εργασίαν· και καθώς είπον οι πατέρες, ότι η φύλαξις του στόματος εξυπνίζει την συνείδησιν προς τον Θεόν, εάν τις σιωπά εν γνώσει. Ούτος ο εν λόγω άγιος εσυνείθιζε πολύ να ίσταται εις την αγρυπνίαν της νυκτός· διότι έλεγεν, ότι καθ’ ήν νύκτα ίσταμαι έως το πρωί άγρυπνος, μετα την ψαλμωδίαν αναπαύομαι· αφού δε εξυπνήσω απο τον ύπνον, αισθάνομαι ότι εκείνην την ημέραν γίνομαι ως είς άνθρωπος, ο οποίος δεν ευρίσκεται εις τούτον τον κόσμον, και λογισμοί γήινοι δεν έρχονται εις την καρδίαν μου, ουδέ έχω χρείαν να κάμω τους διορισμένους κανόνας μου, αλλ’ όλην εκείνην την ημέραν ευρίσκομαι εις έκπληξιν και θεωρίαν.
&7
Εν μιά των ημέρων, καθ’ ήν έμελλον να φάγω, έλεγεν ο ρηθείς πατήρ, αφού παρήλθον τέσσαρες ημέραι, και δεν έφαγον, πριν ή ακόμη φάγω, ανέστην να εκτελέσω την νυκτερινήν μου προσευχήν, και ούτω να γευθώ· εστάθην λοιπόν εις την αυλήν του κελλίου μου, ότε υπήρχεν πολύς καύσων του ηλίου· και ως ήρχισα μόνον μίαν δόξαν, ησθάνθην την νοεράν μου εργασίαν, και πάραυτα ηρπάγην, χωρίς να γνωρίζω, που ευρίσκομαι· και έμεινα ούτως όλην την νύκτα, έως ότου πάλιν ανέτειλεν ο ήλιος την άκόλουθον ημέραν, και κατέκαυσε το πρόσωπόν μου, και τότε εστράφη ο νούς μου προς εμαυτόν, και αμέσως εννόησα, ότι είναι η ακόλουθος ημέρα, και ευχαρίστησα τον Θεόν, ότι υπερεκχύνει την χάριν αυτού εις τον άνθρωπον, και αξιοί τους ακολουθούντας αυτόν της μεγαλωσύνης αυτού· λοιπόν εις αυτόν μόνον πρέπει η δόξα, και η μεγαλοπρέπεια εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
&1
Θέμα: Ο δαιμονικός φόβος και ο λογισμός του Θεού
&2
Θέμα: Η χαρά των πειρασμών!
&3
Θέμα: Το κόστος απόκτησης των θησαυρών του Ουρανού!
&4
Θέμα: Το σχέδιο του Θεού: Από τους πειρασμούς στην κατά Θεόν Σοφία!
&5
Θέμα: Η υπομονή στους πειρασμούς και το δώρο του Θεού
&6
Θέμα: Σιωπή: ο δρόμος της προκοπής
&7
Θέμα: Σιωπή: Παράδειγμα θείας αρπαγής νοός